προαγγελία

προαγγελία
[проангэлиа] ουσ. Θ. предварительное извещение, анонс.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προαγγελία" в других словарях:

  • προαγγελία — προαγγελίᾱ , προαγγελία previous announcement fem nom/voc/acc dual προαγγελίᾱ , προαγγελία previous announcement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελίᾳ — προαγγελίᾱͅ , προαγγελία previous announcement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγγελία — η, ΝΜΑ [προαγγέλλω] 1. η ενέργεια τού προαγγέλλω, αγγελία η οποία δίνεται από πριν για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προαναγγελία («προαγγελία καταιγίδας») 2. προφητεία, μαντεία νεοελλ. συνεκδ. αυτό που ανακοινώνεται από πριν, που… …   Dictionary of Greek

  • προαγγελία — η προειδοποίηση, άγγελμα, μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προαγγελίαν — προαγγελίᾱν , προαγγελία previous announcement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηρυκτεί — ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) [ἀκήρυκτος] χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • προάγγελμα — το, ΝΜΑ [προαγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προαγγέλλω, προειδοποίηση, προαγγελία …   Dictionary of Greek

  • προαπάγγελμα — τὸ, Α [προαπαγγέλλω] προαγγελία, προειδοποίηση …   Dictionary of Greek

  • Φώσκολος — Επώνυμο οικογένειας Βενετών ευγενών, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι: 1. Λεονάρδος. Στρατηγός. Έζησε τον 17o αι. Πήρε μέρος σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, στην Αλβανία, στη Δαλματία και στα νησιά και διακρίθηκε… …   Dictionary of Greek

  • προάγγελμα — το, ατος βλ. προαγγελία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»